εφόριος — ἐφόριος, ία, ον (Α) 1. αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει 2. αυτός που γίνεται στα όρια, στα σύνορα («αγορά εφόριος» αγορά που γίνεται στα σύνορα, όπου οι λαοί τών γειτονικών επικρατειών συγκεντρώνονταν για αγοραπωλησίες ή για άλλο σκοπό,… … Dictionary of Greek
ἐφορίων — ἐφόριος bordering on fem gen pl ἐφόριος bordering on masc/neut gen pl ἐφοράω oversee pres part act masc nom sg (epic doric ionic) ἐποράω pres part act masc nom sg (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφορίους — ἐφόριος bordering on masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφόριοι — ἐφόριος bordering on masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφορία — ἐφορίᾱ , ἐφόριος bordering on fem nom/voc/acc dual ἐφορίᾱ , ἐφόριος bordering on fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφορίας — ἐφορίᾱς , ἐφόριος bordering on fem acc pl ἐφορίᾱς , ἐφόριος bordering on fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφορία — (I) η βλ. εφορεία. (II) εφορία, η (Α) 1. όριο, σύνορο 2. (κατά τον γραμματικό Αρποκρατίωνα) «ἡ ἐπὶ τῶν ὅρων γινομένη προαγόρευσις, ὡς Δημοσθένης διδάσκει ἐν τῷ κατ Ἀριστοκράτους». [ΕΤΥΜΟΛ. εφορία (ενν. αγορά), θηλ. τού επιθ. εφόριος* (< επί +… … Dictionary of Greek
ἐφορίαν — ἐφορίᾱν , ἐφόριος bordering on fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)